Depon (ντεπόν) ή Belladonna;
Έρχεται, λοιπόν, ο γονιός με ακριβώς αυτήν την απορία: «Γιατρέ, εμείς δεν αυτοπροσδιοριζόμαστε σαν «εναλλακτικοί» γονείς, και σε κανονικό παιδίατρο πηγαίνουμε τα παιδιά μας, και εμβόλια έχουμε κάνει, μπορούμε παρά ταύτα να δίνουμε και ομοιοπαθητικά σκευάσματα στο παιδί μας όταν αρρωσταίνει;»
Κατ΄αρχήν η απορία αυτή καθαυτή δείχνει σκεπτόμενο άνθρωπο, που δεν κάνει με το παιδί οτιδήποτε βρεθεί στο δρόμο του ή διάβασε τυχαία σε μια ομάδα του Facebook, αλλά σκέφτεται πρώτα και ενημερώνεται.
Ομολογώ όμως, πως με εκπλήσσει πάντα (λιγάκι) αυτή η ερώτηση – πριν έρθει για πρώτη φορά ένα ζευγάρι με αυτήν την απορία, δεν είχα καν… φανταστεί πως θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει την κλασική Ιατρική «ασύμβατη» με κάποια φυσική θεραπεία.
Θεωρώ θεμελιώδες να προσπαθούμε πάντα να λύσουμε ένα πρόβλημα υγείας με τη λιγότερη δυνατή φαρμακευτική επιβάρυνση, ιδιαίτερα στα παιδιά μας αλλά και σε μας τους ίδιους (εμείς δηλαδή γιατί να εξαιρούμαστε και να σεβόμαστε την υγεία μας λιγότερο από αυτήν των παιδιών μας;).
Δυστυχώς για τα παιδιά μας, πολλοί γονείς ή/και συνάδελφοι ιατροί σκέπτονται στα άκρα του εξής δίπολου:
Το ένα άκρο εκφράζεται στη χρήση αποκλειστικά συμβατικών φαρμάκων, στον φουλ εμβολιασμό ανεξαρτήτως του risk profile του εκάστοτε παιδιού, και στην παντελή απόρριψη των φυσικών θεραπειών, «γιατί είναι τσαρλατανισμοί». Δεν ενδιαφέρεται καν να μάθει πέντε πράγματα ή να δοκιμάσει κάτι για να παρατηρήσει το αποτέλεσμα, και θεωρεί πως οι «εναλλακτικοι» γιατροί/θεραπευτές είναι απατεώνες και πως οι άνθρωποι που τους συμβουλεύονται είναι ηλίθιοι ή τουλάχιστον αφελείς.
Το άλλο άκρο απορρίπτει πλήρως την μοντέρνα Ιατρική με όλα τα επιτεύγματά της, απεχθάνεται τον εμβολιασμό χωρίς ποτέ να έχει δει παιδί που να πέρασε πολιομυελίτιδα ή σηψαιμία από HiB, και θεωρεί πως όλοι οι γιατροί ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το πορτοφόλι τους και πως όλες οι φαρμακοβιομηχανίες προέρχονται απ’ ευθείας από τον διάβολο…. ή κάπως έτσι. Απορρίπτει εκ των προτέρων τη φαρμακευτική θεραπεία, φαντατίζεται υπέρ μιας εναλλακτικής προσέγγισης και δεν μπορεί να συνεννοηθεί με κανέναν γιατρό οπότε δεν τους επισκέπτεται και ποτέ, διακινδυνεύοντας ενδεχομένως την υγεία του ή του παιδιού του.
Κατά τη γνώμη μου, η οποιαδήποτε ακραία αντιμετώπιση μας στερεί άσκοπα τη δυνατότητα να μείνουμε ενήμεροι για τα πλεονεκτήματα που μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά μας και η συμβατική ιατρική αντιμετώπιση αλλά και οι φυσικές/ρυθμιστικές θεραπείες.
Δηλαδή, μπορώ να δίνω και απ’ τα δύο;
Η απλή απάντηση στην ερώτηση είναι: λοιπόν ΝΑΙ, βεβαίως μπορείτε και συστήνω θερμά μια συνδυαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας, εφ΄όσον είναι απαραίτητα τα συμβατικά φάρμακα.
Η πιο σύνθετη απάντηση είναι η εξής:
1. Δεν βλάπτετε με κανέναν τρόπο το παιδί σας δίνοντάς του σωστά επιλεγμένα, ποιοτικά ομοιοπαθητικά σκευάσματα όταν αρρωσταίνει. Τα ομοιοπαθητικά δεν αναστέλλουν τη λειτουργία των κλασικών/χημικών φαρμάκων και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν πριν το χημικό φάρμακο ή συνδυαστικά με αυτό, ή ακόμη και μετά από μια θεραπεία π.χ. με ένα αντιβιοτικό. Το αντίθετο, βέβαια, συμβαίνει, δηλαδή: το ομοιοπαθητικό σκεύασμα συχνά αντιδοτείται από ισχυρά συμβατικά φάρμακα όπως η κορτιζόνη ή τα αντιβιοτικά. Είναι βέβαια κρίμα αν μπλοκαριστεί το ομοιοπαθητικό, αλλά δεν θέτει σε κίνδυνο το παιδί μας.
2. Έχει σημασία να είναι οι γονείς καλά ενημερωμένοι και εξοικειωμένοι με τα σκευάσματα όταν τα επιλέγουν οι ίδιοι, ή να συμβουλεύονται επαγγελματία ομοιοπαθητικό για κάθε σύνθετο πρόβλημα.
3. Σε περιπτώσεις χρόνιων προβλημάτων υγείας αυτό που συστήνω σχεδόν πάντα σε πρώτη φάση είναι ο συνδυασμός των ομοιοπαθητικών με τα συμβατικά σκευάσματα. Σταδιακά βελτιώνεται η γενικότερη εικόνα και υγεία του παιδιού και μειώνεται η συχνότητα και η ποσότητα των χημικών φαρμάκων που είναι απαραίτητα!
Ποια προβλήματα προκύπτουν όταν χρησιμοποιούμε παράλληλα συμβατικά φάρμακα;
Το πρώτο σημαντικό πρόβλημα από τη σκοπιά του ομοιοπαθητικού είναι πως δυσχεραίνεται η αξιολόγηση του σκευάσματος – αν δηλαδή δίνω παράλληλα ένα ομοιοπαθητικό σκεύασμα και ένα αντιβιοτικό ή ένα ισχυρό αντιφλεγμονώδες, δεν μπορώ να ξέρω ποιο από τα δύο βοηθά το παιδί. Το συμβατικό, το ομοιοπαθητικό, ή και τα δύο;
Το πρόβλημα αυτό είναι λιγότερο σημαντικό στην οξεία φάση π.χ. μιας ωτίτιδας – εκεί θέλουμε με κάθε τρόπο να απαλύνουμε τον πόνο και να σταματήσει να υποφέρει το παιδί μας. (Με άλλα λόγια, αν είμαι εγώ η μαμά και ουρλιάζει το παιδί μου από τον πόνο στο αυτί, δεν με νοιάζει ποιο από τα σκευάσματα θα το βοηθήσει τελικά - θέλω κατ’ αρχήν να πάψει να πονάει… τώρα!!)
Σε δεύτερη φάση όμως, και όταν δεν χρειαζόμαστε πια επιτακτικά το συμβατικό φάρμακο, κοιτάμε πάντα να «την βγάζουμε» όσο γίνεται περισσότερο χωρίς χημικά για να έχουμε και καθαρότερη εικόνα για την πρόοδο του παιδιού, και μικρότερη επιβάρυνση του οργανισμού του, και καλύτερη υγεία μακροπρόθεσμα.
Ένα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα είναι πως η χρήση κορτιζονούχων φαρμάκων ή αντιβιοτικών «μπλοκάρει» τη λειτουργία μιας ρυθμιστικής θεραπείας όπως είναι η Ομοιοπαθητική. Κάθε ρυθμιστική θεραπεία δίνει ένα έρεισμα στον οργανισμό που τον ωθεί στην αυτοϊαση. Όταν λαμβάνει όμως το παιδί ανοσοκατασταλτικά φάρμακα όπως είναι η κορτιζόνη, το ανοσοποιητικό του σύστημα δεν λειτουργεί φυσιολογικά και το ομοιοπαθητικό σκεύασμα συχνά δεν θα δράσει όπως σε έναν «καθαρό» οργανισμό.
Και πώς λύνονται αυτές οι δυσκολίες που προκύπτουν από τον συνδυασμό των θεραπειών;
ΔΕΝ λύνονται. Η παράλληλη λήψη δημιουργεί προβλήματα κυρίως σε εμάς, τους γιατρούς, οι οποίες όμως στην πορεία συνήθως ξεπερνιούνται - η εικόνα ξεκαθαρίζει και η θεραπεία γίνεται όλο και πιο απλή και αποτελεσματική όσο καλύτερα γνωρίζουμε το παιδί. Το παιδί δεν επιβαρύνεται με υψηλότερο ρίσκο ή περισσότερες παρενέργειες.
Το δυνητικό όφελος για το παιδί είναι πολύ μεγάλο με τη χρήση φυσικών θεραπειών, μερικές φορές είναι σχεδόν απίστευτα τα αποτελέσματα που βλέπουμε και θεωρώ πως κάθε παιδί αξίζει μια ευκαιρία να απομακρυνθεί από τη συμβατική φαρμακοθεραπεία.
Προσωπικά συστήνω μια έξυπνη και ρεαλιστική αντιμετώπιση, ανάλογα με τη βαρύτητα ή την οξύτητα του περιστατικού.
Εδώ ένα παράδειγμα σε οξύ περιστατικό:
Ένα 3χρονο κοριτσάκι ξυπνά τη νύχτα ουρλιάζοντας από τον πόνο στο αυτί, αξιολογώ την εικόνα του και χορηγώ Aconitum σε πρώτη φάση κάθε 10-15 λεπτά και βάζω και ένα επίθεμα στο αυτάκι. Αν δεν δείξει εμφανή βελτίωση μέσα σε μια ώρα, ΔΕΝ θα το αφήσω να σφαδάζει για τρεις ώρες για να μην δώσω το «κακό χημικό φάρμακο».
Θα δώσω εννοείται την ιβουπροφαίνη (Algofren) και θα την δώσω με ευγνωμοσύνη που την διαθέτουμε!
Το πρωί, όταν θα έχουν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα, θα αξιολογήσω ξανά την εικόνα του παιδιού και θα χορηγήσω π.χ. Pulsatilla ή Belladonna ή ξανά Aconitum ή όποιο σκεύασμα ταιριάζει καλύτερα με την εικόνα του, και ούτω καθεξής.
Εδώ θα βρείτε π.χ. πώς συνδυάζουμε συμβατικά με ομοιοπαθητικά φάρμακα στην Οξεία Λαρυγγίτιδα >>
Σε μια χρόνια περίπτωση π.χ. ενός παιδιού με καρδιοπάθεια ή νεφροπάθεια που παίρνει τακτικά φάρμακα, προσωπικά θα χρησιμοποιούσα ομοιοπαθητικά φάρμακα ή βότανα όταν παρουσιάζει συμπτώματα καθημερινών ασθενειών με σκοπό να ελαχιστοποιήσω όσο περισσότερο γίνεται την ποσότητα των φαρμάκων που πρέπει να λάβει. Έχω δει πολλά παιδιά που σταδιακά μείωσαν την ποσότητα των φαρμάκων τους, και λίγα που τα ξεφορτώθηκαν παντελώς.
ΔΕΝ υποστηρίζω σε σοβαρές και χρόνιες περιπτώσεις την απόρριψη, ιδιαίτερα την ξαφνική απόρριψη, συμβατικών φαρμάκων που χρειάζεται ένα παιδί. Είναι ακραία αντιμετώπιση το να κόβουμε ξαφνικά μια συμβατική θεραπεία, ιδιαίτερα σε ένα παιδί με χρόνιο πρόβλημα υγείας - και θα οδηγήσει σε πολλές περιπτώσεις σε ραγδαία επιδείνωση της υγείας του με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει να καταλήξει στο νοσοκομείο ή και χειρότερα.
Χρειάζεται κατά τη γνώμη μου μια ήρεμη αντιμετώπιση χωρίς να δαιμονοποιούμε ούτε το ομοιοπαθητικό, αλλά ούτε και το συμβατικό φάρμακο. Και τα δύο έχουν σημαντική αξία, ανάλογα με την περίσταση. Στην πορεία όμως, πολλά πράγματα που στην αρχή φαντάζουν ουτοπικά όταν το παιδί μας παίρνει δύο τσάντες φάρμακα κάθε μήνα, γίνονται πραγματικότητα με την ομοιοπαθητική!